- πρώτο
- [ν], πρωτόνιο[ν] τό физ. протон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτο- — και πρωτό , α συνθετικό πολλών λέξεων: Πρωτόπειρος, πρωτοβάθμιος, πρωτοβγάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρώτο — Μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1926 στη Μυτιλήνη από τους Φ. Κόντογλου, Α. Πρωτοπάτση και Δ. Γρ. Βερναρδάκη … Dictionary of Greek
πρώτο — επίρρ. χρον., βλ. πρώτος και πρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek
αϊτο- — πρώτο συνθετικό λέξεων, όπως αϊτομάννα, αϊτονύχι κ.λπ. Βλέπε στη σειρά αετο … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
κάβο- — πρώτο συνθετικό πολλών ονομασιών ακρωτηρίων που προέρχεται από τη λ. κάβος «ακρωτήριο» (< γενουατ. cavo) (α. «Καβοφονιάς» β. «Καβομαλιάς» γ. «Καβοκολόνες») … Dictionary of Greek
μυελ(ο)- — πρώτο συνθετικό πολλών όρων τής ανατομίας και τής ιατρικής οι οποίοι αναφέρονται στον νωτιαίο μυελό ή στον μυελό τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυελός] … Dictionary of Greek
ούλτρα- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό την έννοια τής υπερβολής, π.χ. ουλτραμικροσκόπιο, ουλτραμοντέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ultra «πέραν, υπέρ» (πρβλ. γαλλ. ultrachic, αγγλ. ultrasmart κ.λπ.)] … Dictionary of Greek